- δράμι
- και δράμιο, το (Μ δράμιον)1. μονάδα βάρους ίση με το ένα τεσσαρακοστό τής οκάςτο δράμι αντιστοιχεί σε 3,203 γραμμάρια2. ελάχιστη ποσότητα («δεν έχει δράμι μυαλό»).[ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) dirhem < ελλ. *δράχμιον, υποκορ. τού δραχμή].
Dictionary of Greek. 2013.